συσχετικός

συσχετικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σχέση με κάτι άλλο.
2. (γραμμ.), «συσχετικές αντωνυμίες», αντωνυμίες ερωτηματικές, αόριστες, δεικτικές και αναφορικές που έχουν αντίστοιχη έννοια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συσχετικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που έχει σχέση με κάποιον ή με κάτι 2. αυτός που συσχετίζει κάτι με κάτι άλλο 3. φρ. α) «συσχετικές αντωνυμίες» ορισμένες ερωτηματικές, αόριστες, δεικτικές και αναφορικές αντωνυμίες που έχουν αντίστοιχες μεταξύ τους έννοιες, π.χ …   Dictionary of Greek

  • συγκριτικός — ή, ό / συγκριτικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκριτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκριση, στην αντιπαραβολή, συσχετικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγκριτικά ο συγκριτικός βαθμός τών επιθέτων νεοελλ. φρ. α) «συγκριτική μέθοδος» μέθοδος που… …   Dictionary of Greek

  • συνεισαγωγικός — ή, όν, Μ [συνεισάγω] συσχετικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”